λεκανομαντ(ε)ία

λεκανομαντ(ε)ία
η (AM λεκανομαντεία)
είδος τεχνητής μαντείας με παρατήρηση τού νερού μέσα σε λεκάνη ή τής κίνησης και τών σχημάτων σταγόνων λαδιού ή τής ακτινοβολίας «μαντικών» λίθων, λ.χ. τοπαζιού ή ζαφειριού, μέσα στο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεκανόμαντις, οπότε και ορθότ. γραφή λεκανομαντία, ή λεκάνη + μαντεία > λεκανομαντεία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λεκάνη — Πλατύ ανοιχτό δοχείο, συνήθως κυκλικού σχήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για το πλύσιμο και άλλες οικιακές ανάγκες· πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά ή κλειστή θάλασσα· το κατώτερο τμήμα του ανθρώπινου κορμιού, η πύελος. Λ. ονομάζεται και η… …   Dictionary of Greek

  • λεκανομάντης — ο (Α λεκανόμαντις, άντεως, Μ λεκανομάντης) αυτός που μαντεύει παρατηρώντας το υγρό που βρίσκεται σε λεκάνη, αυτός που ασκεί λεκανομαντ(ε)ία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεκάνη + μάντις] …   Dictionary of Greek

  • λεκανοσκοπία — η (Α λεκανοσκοπία, επικ. τ. λεκανοσκοπίη) η λεκανομαντ(ε)ία. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λεκανοσκόπος < λεκάνη + σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ηπατο σκοπία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”